τιμηθέντων

τιμηθέντων
τῑμηθέντων , τιμάω
honour
aor part pass masc/neut gen pl (attic ionic)
τιμέω
aor part pass masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπέρτιμος — ο / ὑπέρτιμος, ον, ΝΜ το αρσ. ως ουσ. ο υπέρτιμος·εκκλ. τιμητικός τίτλος αρχιερέων τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, ο οποίος δηλώνει την εξαιρετική τιμή και τα εξαρχικά προνόμια τών τιμηθέντων με τον τίτλο αυτό μσν. πολύτιμος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”